- εμβρυακός
- -ή, -όβλ. εμβρυϊκός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμβρυακός — ή, ό βλ. εμβρυϊκός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμβρυϊκός — ή, ό και εμβρυακός, ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έμβρυο («εμβρυϊκά κύτταρα») … Dictionary of Greek
κλιμενίδες — (clymeniidae). Οικογένεια αμμωνιτών, του φύλου των μαλακίων, που έχουν εκλείψει. Είχαν επίπεδο, δισκοειδές όστρακο, λείο ή με λεπτές γραμμές. Η γραμμή των ραφών είχε απλά σάγματα και λοβούς. Ο εμβρυακός τους θάλαμος ήταν ευρύσαγμος και το σιφώνιό … Dictionary of Greek
εμβρυϊκός — εμβρυϊκός, ή, ό και εμβρυακός, ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στο έμβρυο, εμβρυώδης: Εμβρυακά κύτταρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)